προὐξερευνάω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
[Seite 794] d. i. προεξερ., vorher ausspüren, Eur. Phoen. 92, στίβον.
contr. p. προεξερευνάω.