προσαφαιρέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A take away besides, τὸ δυνατόν τινος Max.Tyr.3.5:— Med., take away for oneself besides, D.20.35: c. dupl. acc., τὸν υἱὸν τὴν οὐσίαν π. Is.8.42:— Pass., to be removed as well, Gal.2.687; to be deprived of as well, τι J.AJ7.8.4, Luc.Am.36; πολλοὶ ταῖς ψυχαῖς καὶ ταφὴν -αφῃρέθησαν Lib.Or.19.60. II Pass. in Gramm., suffer further aphaeresis (of ἐθέλω, θέλω, λῶ), A.D.Adv.158.17.
German (Pape)
[Seite 753] (s. αἱρέω), noch dazu wegnehmen, med. noch dazu für sich wegnehmen, τινί τι, Is. 1, 2, Dem. 20, 35 u. Sp., wie Luc. amor. 36.
Greek (Liddell-Scott)
προσαφαιρέω: ἀφαιρῶ προσέτι. Μάξ. Τύρ. 3. 5. ― Μέσ., ἀφαιρῶ δι’ ἐμαυτὸν προσέτι, Ἰσαῖ. 73. 38, Δημ. 467 ἐν τέλ.· τινά τι Λυσί. 73. 38. ― Παθ., ἀφαιροῦμαί τι, ἀποστεροῦμαι, τι Λουκ. Ἔρωτ. 36, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 8, 4· πάσχω προσέτι ἀφαίρεσιν, Ἀπολλώνιος Ἀλεξ. ἐν Α. Β. 568, 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 enlever en outre;
2 t. de gramm. enlever par aphérèse;
Moy. προσαφαιρέομαι-οῦμαι enlever en outre pour soi ; τινά τι dépouiller qqn à son profit.
Étymologie: πρός, ἀφαιρέω.