φώγω

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώγω Medium diacritics: φώγω Low diacritics: φώγω Capitals: ΦΩΓΩ
Transliteration A: phṓgō Transliteration B: phōgō Transliteration C: fogo Beta Code: fw/gw

English (LSJ)

imperat.

   A φῶγε Epich.151; φῴζω Stratt.65, cf. Hp.Vict.2.56; also φωγνύω (Valck. for φωγύνω) Suid.; inf. φωγνύναι (as if fr. φώγνυμι) Eust.962.50, EM803.32 (so in Pass. 3sg. φώγνυται Dsc. 1.68, 4.64): aor. ἔφωξα Hp.Mul.1.78, Nic.Al.607, but ἔφωσα Hp.Mul. 2.113, Dieuch. ap. Orib.4.7.1:—Pass., aor. ἐφώχθην Dsc.2.97, Aret. CA1.10, (προ-) Dsc.2.90: pf. πέφωγμαι Pherecr.68; πέφωσμαι Hp. Epid.7.80, Morb.2.64, Iatrocl. ap. Ath.14.647c, Gp.6.6.2:—roast, toast, parch, ll.cc.; ἰσχάδες πεφωγμέναι (v.l. πεφρυγμέναι) Pherecr.l.c. (Cf. ONorse baka, Engl. bake.)

German (Pape)

[Seite 1321] perf. pass. πέφωγμαι, aor. pass. ἐφώχθην, rösten, braten; φασήλους φῶγε θᾶσσον Epicharm. bei Ath. II, 56 a; πεφωγμέναι ἰσχάδες Pherecrat. bei Ath. XIV, 653 a, nach Mein. aus Bachm. Anecd. 411, 8 für die vulg. πεφωσμέναι; Strab. 11, 13, 11 ἀπὸ ἀμυγδάλων φωχθέντων ἄρτους ποιοῦνται.

Greek (Liddell-Scott)

φώγω: προστ. φῶγε Ἐπίχαρμ. 102 Ahr.· φώζω Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἱππ. 361. 3· καὶ φωγνύω (οὕτως ὁ Valck ἀντὶ φωγύνω) Σουΐδ.· ἀπαρ. φωγνύναι Εὐστ. 962. 50, Ἐτυμ. Μέγ.· Παθ., γ΄ ἑνικ. φώγνυται Διοσκ. 1. 80· ― ἀόρ. ἔφωξα Ἱππ. 639. 40· ― Παθ., ἀόρ. ἐφώχθην Διοσκ. 2. 119, πρβλ. 112· ― πρκμ. πέφωγμαι Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 2· πέφωσμαι Ἱππ. 887, 1229Η, Ἀθήν. 647C. Ὡς τὸ φρύγω, «ξεροψήνω», Τουρκ. «καβουρδίζω», ξηραίνω εἰς τὸ πῦρ ἢ εἰς τὸν ἥλιον, ἴδε ἀνωτ.· ἰσχάδες πεφωγμέναι (διάφορ. γραφ. πεφρυγμέναι) Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Μeineke ἐν τόπῳ, κτλ. Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις, φώγανον φωγτός· πρβλ. Λατιν. foc-us, Ἀρχ. Σκανδ. bak-s Ἀρχ. Γερμ. bakh-u (bake), κλπ.

French (Bailly abrégé)

faire rôtir.
Étymologie: DELG all. backen, angl. bake.