ψαλτήριον
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
τό,
A stringed instrument, psaltery, harp, τρίγωνα ψ. Arist.Pr.919b12, cf. Hippias(?) in PHib.1.13.31, Apollod. ap. Ath.14.636f, Thphr.HP5.7.6, LXX Ge.4.21, al., Jul.Or.2.49c.
German (Pape)
[Seite 1391] τό, das Saiteninstrument; τρίγωνον Arist. probl. 19, 23; bes. die μάγαδις, Apollodor. bei Ath. XIV, 636 f; vgl. auch IV, 138; Plut. Them. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλτήριον: τό, ὄργανον μουσικὸν ἔγχορδον ὡς ἡ μάγαδις ἢ νάβλα, εἶδος «ἅρπης» ἢ «σαντουρίου», ψ. τρίγωνον Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 636F, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6. ΙΙ. τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν, Ἀθαν. Ι. 232, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 244D, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
instrument à cordes, sorte de harpe.
Étymologie: ψάλλω.