ὠτακουστής
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A listener, eavesdropper, of a person employed as a spy by tyrants, Arist.Pol.1313b14, Mu.398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, κατάσκοπος, οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui est aux écoutes, espion.
Étymologie: οὖς, ἀκούω.