τρύπανον

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύπᾰνον Medium diacritics: τρύπανον Low diacritics: τρύπανον Capitals: ΤΡΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: trýpanon Transliteration B: trypanon Transliteration C: trypanon Beta Code: tru/panon

English (LSJ)

[ῡ], τό, a carpenter's tool,

   A borer, auger, rotated by a thong (cf. τρυπάω), Od.9.385, cf. Pratin.Lyr.1.14, E.Cyc.461, Pl. Cra.388a, Nicoch.9, AP6.205 (Leon.); the boring-point of a siegeengine, Aen.Tact.32.5.    II a surgical instrument, trepan, Hp. VC18; τ. ὀξὺ καὶ εὐθύ the straight-pointed trepan, Gal.19.129; τ. ἀβάπτιστον, another kind with a guard to prevent its piercing to the brain, Id.10.447.    III fire-drill (v. πυρεῖον 1), ἀχάλκευτα τρύπανα S.Fr.708, cf. Thphr.HP5.9.7, Ign.64.    IV τρύπανα, τά, metaph., fellows who will do nothing without driving, Crates ap. Stob.3.4.50.    2 metaph. of Pan, sens. obsc., Call.Fr.412.

German (Pape)

[Seite 1156] τό, der Bohrer der Tischler u. Zimmerleute; Od. 9, 385, wo man es am Gleichniß sieht, daß ein großer Bohrer gemeint ist, der wie unser Drellbohrer vermittelst eines durch den Griff gezogenen Bogens oder Riemens, τρυπανία, gedreht wird; ἑλκεσίχειρ, Philp. 15 (VI, 103); περιαγές, Leon. Tar. 28 (VI, 204); εὐδίνητον, id. 4 (VI, 205); Eur. Cycl. 460; u. in Prosa, Plat. Crat. 388 a. – Auch ein chirurgisches Instrument, zum Trepaniren, Durchbohren der Hirnschale, ὀξὺ καὶ εὐθύ, der gerade, spitzige Persorativtrepan; ἀβάπτιστον, eine andere Art, bei welcher durch eine besondere Vorrichtung das Eindringen in die Hirnhäute verhindert ward. – Auch das Reibholz zum Feueranmachen, Soph. frg. 640 bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τρύπᾰνον: [ῡ], τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δι’ οὗ ἀνοίγονται τρῦπαι, κοινῶς τρυπάνι, ἀρίδα, Λατ. terebra, ἐκίνουν δὲ αὐτὸ δι’ ἱμάντος, (ἰδὲ ἐν λ. τρυπάω), Ὀδ. Ι. 385, πρβλ. Πρατίν. 1. 16, Εὐρ. Κύκλ. 461, Πλάτ. Κρατ. 388Α, Ἀνθ. Π. 6. 205. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, εἶδος κυκλοτεροῦς πρίονος, «κεφαλοτρύπανον» εἰς διάτρησιν τοῦ κρανίου, ἀφεῖναι τοῦ αἵματος τρυπῶντα τὸ ὀστέον σμικρῷ τρυπάνῳ Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλῇ Τρωμάτ. 911. 7· τρ. ὀξὺ καὶ εὐθὺ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Γαλην. Λεξ.· τρ. ἀβάπτιστον, ἕτερον εἶδος ἔχον καὶ φυλακτῆρα ὥστε νὰ μὴ διατρυπήσῃ καὶ τὸν ἐγκέφαλον, Γαλην. ΙΙ. τεμάχιον ξύλου, δι’ οὗ ἀνῆπτον πῦρ (ἴδε πυρεῖον Ι), τρύπανα ἀχάλκευτα, «ἀχάλκευτα τρύπανα, τὰ φρύγια πυρεῖα. Σοφοκλῆς Φινεῖ δευτέρῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 640). IV. τρύπανα, τά, μεταφ., ἀντὶ ἀνόητοι, ἄνθρωποι μηδὲν δυνάμενοι νὰ πράξωσιν ἀφ’ ἑαυτῶν, ἐὰν μὴ ὑπάρχῃ τις ὁ διευθύνων καὶ ὁδηγῶν καὶ ἐξαναγκάζων, Κράτης παρὰ Στοβ. σ. 55. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tarière.
Étymologie: τρυπάω.

English (Autenrieth)

auger, drill, of the carpenter, turned by a bow and string, Od. 9.385†. (The cut is from an ancient Egyptian representation.)