ἐκποτέομαι
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
German (Pape)
[Seite 776] ion. u. poet. = ἐκπέτομαι, aus-, herabfliegen; ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται Il. 19, 357; perf, ἐκπεπότημαι θυμὸν ἐπ' ἀγλαΐαις, ich fliege hoch hinaus in meinem Sinne, rersteige mich zu hoch, Eur. El. 177; vgl. Theocr. 2, 19. 11, 72, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι, wohin versteigst du dich?
English (Autenrieth)
(πέτομαι): flutter down from the sky (Διός), of snow-flakes, Il. 19.357†.