νείφω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
fut. νείψω Epic. ap. Plu.2.949b: aor. ἔνειψα (κατ-) Ar.Ach. 138:—Pass. (v. infr.), aor. ἐνείφθην (κατ-) D.H.12.8:—
A snow, sts. person., ὅτε ὤρετο Ζεὺς νειφέμεν (Ep. inf.) Il.12.280; ὅταν νείφῃ ὁ θεός X.Cyn.8.1; ἔνειφεν ὁ Ζεύς Babr.45; imper. νεῖφε (sc. Ζεῦ) AP 5.63 (Asclep.); ὁπόταν σχολάζῃς, νεῖψον Pherecr.20: metaph., χρυσῷ νείφων falling in a shower of gold, Pi.I.7(6).5. 2 impers., νείφει it snows, Ar.Ach.1141, cf. V.773; νειφέτω ἀλφίτοις let it snow with barley-meal, Nicopho 13. 3 Med. = Act., νιφάδος νειφομένας when the snow is falling, A.Th.213 (lyr.); also ὑρίχους νειφομένους σύκων ὁμοῦ τε μύρτων Ar.Fr.569.5. 4 Pass., to be snowed on, Hdt.4.31, Ar.Ach.1075, X.HG2.4.3, Plb.16.12.3; χιόνι πολλῇ νείφεται D.S.5.25: metaph., πολιῷ γήραϊ νειφόμενος AP6.198 (Antip. Thess.); Παναθηναίοισιν ἐλαίουνειφόμενον δώροις Inscr.Cos58.10. II rain, Nonn.D.22.283:—Pass., to be rained on, τῶν ὑπὲρ Μέμφιν μηδὲ νειφομένων παράπαν Ph.2.99. III trans., θεὸς ν. τροφὰς ἀπ' οὐρανοῦ Id.1.617:—Pass., τὸ νειφόμενον, i.e. manna, Id.2.114. [νίφω, ἔνιψα, etc. (μακρὰ ἡ πρώτη συλλαβή Phot.) freq. in codd., but the true early spelling is νείφω, ἔνειψα, etc., Inscr.Cosl.c., Hdn.Gr.2.430, 554, sts. in codd., as Nicophol. c.; νιφ- is correct in derivs., which have short ι.] (I.-E. sneig[uglide]h- and sn[icaron]g[uglide]h-, cf. Lat. nix, nivis, ninguit, Lith. sni[etilde]ga 'it snows', Goth. snaiws 'snow', etc.)
German (Pape)
[Seite 237] spätere Form für νίφω, vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.
Greek (Liddell-Scott)
νείφω: ἧττον ὀρθὸς τύπος τοῦ νίφω, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
see νίφω.
English (Slater)
νείφω
1 snow met. χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (Schr.: νίφοντα codd.: ἰδίως λέγει τὸν Δία ὗσαι χρυσόν, ἡνίκ' ἐμίγνυτο Ἀλκμήνῃ Σ.) (I. 7.5)
English (Slater)
νείφω
1 snow met. χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (Schr.: νίφοντα codd.: ἰδίως λέγει τὸν Δία ὗσαι χρυσόν, ἡνίκ' ἐμίγνυτο Ἀλκμήνῃ Σ.) (I. 7.5)