τουτάκι
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (Slater)
τουτᾰκι, (ς)
1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά [(τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.
English (Slater)
τουτᾰκι, (ς)
1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά [(τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.