πλειστόμβροτος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ον,
A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.
German (Pape)
[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.