ἑκατόγκρανος

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγκρᾱνος Medium diacritics: ἑκατόγκρανος Low diacritics: εκατόγκρανος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: hekatónkranos Transliteration B: hekatonkranos Transliteration C: ekatogkranos Beta Code: e(kato/gkranos

English (LSJ)

ον, = foreg., Pi.P.8.16.

German (Pape)

[Seite 752] dasselbe, Τυφώς Pind. P. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατόγκρανος: ον = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 8. 20.

English (Slater)

ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος)
   1 hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) (P. 8.16)

English (Slater)

ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος)
   1 hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) (P. 8.16)