ἀγλαόκρανος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

German (Pape)

[Seite 16] Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκρανος: Δωρ. = ἀγλαόκρηνος.

English (Slater)

ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.

English (Slater)

ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.