Θαλία
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Thalie :
1 une des trois Grâces;
2 Muse de la comédie et des chansons de table.
Étymologie: cf. Θάλεια.
English (Slater)
Θᾰλία
a Festivity, one of the Graces. ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα, θεῶν κρατίστου παῖδες, Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.15)
b pl., festivity, holiday Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (O. 7.94) ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις (O. 10.76) καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν (sc. πόλιν) (P. 1.38) (Ὑπερβορέων) ὦν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει (P. 10.34) στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.14) dub. ex. θ[αλί]αν. (supp. Snell) (Pae. 6.183)