πολυύμνητος
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
ον,
A much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.
German (Pape)
[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.
English (Slater)
πολῠύμνητος
1 much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)