Ἀδρίας
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον, Ion. Ἀδρίης, εω, ὁ,
A the Adriatic, Hdt.5.9, etc.:— Adj. Ἀδρι-ᾱνός, ή, όν, A.Fr.71, also Ἀδρι-ηνός, κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς E.Hipp.736 (lyr.): later, Ἀδρι-ακός, νέκταρ, of Italian wine, called Adriatic because imported through Corcyra, AP6.257 (Antiphil.): Ἀδριανικός,
A ἀλεκτορίδες Arist.GA749b29: Ἀδριατικός, ὄρνιθες Chrysipp. Tyan. ap. Ath.7.285d:—also fem. Ἀδρι-άς, άδος
A, ἅλμη D.P.92.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδρίας: -ου, Ἰων. Ἀδρίης, εω, ὁ, ὁ Ἀδριατικός· Ἡρόδ. 5. 9. κτλ. ― Ἐπίθ. Ἀδριανός, ή, όν, (πρβλ. ἀλεκτορίς)· ― ἀλλὰ παρὰ τοῖς παλαιοτέρ. Ἀττικ.: Ἀδριηνός, ὁ Ἀδριατικός· κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 736 (λυρ.)· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 67, ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ Ἀδριηναί τε γυναῖκες: ― ὡσαύτως Ἀδριανικός, ή, όν· ἄλλη γραφ. ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 1, 3, καὶ ἀλλ.· Ἀδριᾱτικός, Ἀθήν. 285D· ― Ἀδριᾰκὸς ἀμφιφορεύς, ὅ ἐ. ἀγγεῖον πλῆρες Ἰταλικοῦ οἶνου, ἔχον τοῦτο τὸ ὄνομα, ὡς κομιζόμενον διὰ Κερκύρας, Ἀνθ. Π. 6. 257· Ἀριστ. Θαυμ. 104, Ἡσύχ. ― ἰδιόρρυθμον θηλ. Ἀδριάς, άδος, Διον. Π. 92.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
la mer Adriatique.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. Ἀδρίης
I mit. Adrias hijo del mesapio Pausón, epón. del mar Adriático, Eudox. en Et.Gen.α 86.
II geog.
1 el mar Adriático Hdt.1.163, 4.33, 5.9, Lys.32.25, Plb.3.47.4, Call.Fr.407.169, Str.1.2.10, Laterc.Alex.11.7.
2 río del norte de Italia, quizá el actual Tartaro, que desemboca junto a la ciu. de Adria, del que se afirma que da nombre al mar Adriático, Hecat.90, Theopomp.Hist.129.