δαιμονίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονίζομαι Medium diacritics: δαιμονίζομαι Low diacritics: δαιμονίζομαι Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: daimonízomai Transliteration B: daimonizomai Transliteration C: daimonizomai Beta Code: daimoni/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην each one hath his own fate appointed, Philem.191.    II as Pass., to be deified, S.Fr.173 (so expld. by AB90; Act. in Hsch.).    III to be possessed by a demon or evil spirit, Ev.Matt.4.24, al., Plu.2.706d.

German (Pape)

[Seite 514] pass. = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, jeder ist auf seine Art vom Götterwillen abhängig, Philem. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 196; – von einem bösen Geist besessen werden, N. T. Vgl. Plut. Symp. 7, 5, 4. – Vergöttert werden, Soph. frg. 180.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονίζομαι: μέσ. = δαιμονάω, ἄλλος κατ’ ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, ἕκαστος ἔχει τὴν ὡρισμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τύχην, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 98. ΙΙ. ὡς παθ., θεοποιοῦμαι, Σοφ. Ἀποσπ. 180. ΙΙΙ. κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, ἤτοι πονηροῦ πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ε΄, 2, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 706D· ἡ ἐπιληψία ἐκαλεῖτο ἱερὴ νόσος (ὥς τινες ἐνόμισαν), διότι εἶχεν ὡς αἰτίαν «τὴν εἴσοδον δαίμονος εἰς τὸν ἄνθρωπον» Ἀρετ. π. Δίτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. pf.
être possédé du démon.
Étymologie: δαίμων.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. -ίζω Aq.Ps.90.6, Hsch.]
1 estar sometido a la divinidad δεδαιμονισμένον consagrado a un dios S.Fr.170, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην cada cual depende en su destino de la voluntad divina Philem.161.
2 estar poseído por un mal espíritu, endemoniado Plu.2.706d, I.AI 8.47, Eu.Matt.4.24, Eu.Marc.5.15, 16, T.Sal.17.3, Cat.Cod.Astr.11(2).119, Pall.H.Laus.18.11.
3 en v. act., de un abstr. actuar movido por un demon ἀπὸ δηγμοῦ δαιμονίζοντος Aq.l.c., cf. Hsch.