ἀνακεκαλυμμένως
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
Adv. pf. Pass.,
A openly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 191] enthüllt, Schol. Soph. O. R. 1413.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.
Spanish (DGE)
adv. abiertamente ἀνακεκαλυμμένως εἰπών Chrys.M.61.446, cf. Hsch.