ἔασι
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Ep. 3pl. of εἰμί. ἔασκον, Ion. and Ep. impf. of ἐάω. ἔασσα, Dor. part. fem. of εἰμί.
German (Pape)
[Seite 698] = εἰσί, ep.; ἐᾶσα, = οὖσα, dor.; ἕαται = ἧνται, ἕατο = ἧντο.
Greek (Liddell-Scott)
ἔᾱσι: Ἐπ. γ΄ πληθ. τοῦ εἰμί.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ind. épq. de εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.