εἰσαγωγικός

From LSJ
Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰγωγικός Medium diacritics: εἰσαγωγικός Low diacritics: εισαγωγικός Capitals: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: eisagōgikós Transliteration B: eisagōgikos Transliteration C: eisagogikos Beta Code: ei)sagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for importation, τέλη import duties, opp. ἐξαγωγικά, Str.17.1.13.    II introductory, elementary, συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7, Ptol. Tetr.16, etc. Adv. -κῶς Papp. adApollon.Perg.Con.Prooem.5 : Comp. -ώτερον Ph.Fr.8H.

German (Pape)

[Seite 740] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. εἰσαγωγικός, στοιχειώδης, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1relativo a la importación τέλη ... τὰ μὲν εἰσαγωγικά, τὰ δὲ ἐξαγωγικά Str.17.1.13.
2 isagógico, introductorio, elemental βιβλία Gal.19.12, ποιησώμεθα ... τὸν λόγον κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον Ptol.Tetr.1.3.20, Περὶ συλλογισμῶν εἰσαγωγικῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.195, de otra obra del mismo Εἰσαγωγικὴ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν Πραγματεία Ath.464d, cf. Gal.18(2).926, στοιχειωδέστατον γὰρ τοῦτο καὶ εἰσαγωγικόν Porph.in Cat.56.28, διδασκαλίαι Eus.DE 7.1 (p.311.31).
II adv. -ῶς elementalmente, de manera elemental τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. M.39.1632A.