ἀνδρίζω

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρίζω Medium diacritics: ἀνδρίζω Low diacritics: ανδρίζω Capitals: ΑΝΔΡΙΖΩ
Transliteration A: andrízō Transliteration B: andrizō Transliteration C: andrizo Beta Code: a)ndri/zw

English (LSJ)

   A make a man of, make manly, τοὺς γεωργοῦντας X.Oec.5.4.    II mostly in Pass. or Med., come to manhood, Ar.Fr.744, Hyp.Fr.228, Luc.Anach.15.    2 play the man, X.An.4.3.34, Pl. Tht.151d, Arist.EN1115b4, LXXJo.1.6,al., 1 Ep.Cor.16.13; dress like a man, Philostr.Im.1.2.    3 sens. obsc., D.C.79.5; of a eunuch, ἀ. ἐπὶ γυναῖκα Philostr.VA1.37, cf. Ep.54, Ach.Tat.4.1.

German (Pape)

[Seite 218] (zum Manne machen), abhärten, Xen. Oec. 5, 4. Gew. med., sich als Mann zeigen, sich männlich, muthig betragen, Plat. Theaet. 151 d; vgl. Xen. An. 4, 3, 34; 5, 8, 15 wird κινεῖσθαι καὶ ἀνδρ. entgegengesetzt dem καθῆσθαι καὶ βλακεύειν, also sich tüchtig anstrengen; ἀνδρίζεται τὰ πολλά, er benimmt sich wie ein Mann, Luc. Eun. 13; τῷ σώματι, männliche Kraft bekommen, Gymn. 15; ἠνδρίσατο, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρίζω: μέλλ. -ίσω = καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, σκληραγωγῶ, τοὺς δὲ τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας ἀνδρίζει Ξεν. Οἰκ. 5, 4. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ μέσ. = ἀνδροῦμαι, καθίσταμαι ἀνήρ, ἔρχομαι εἰς ἡλικίαν ἀνδρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653. 2) φέρομαι ὡς ἀνήρ, πράττω τὰ τοῦ ἀνδρός, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ Πλάτ. Θεαίτ. 151D. - ἅμα δὲ καὶ ἀνδρίζονται ἐν οἷς ἐστιν ἀλκὴ Ἠθ. Νικ. 3. 6, 12. - ἐνδύομαι ὡς ἀνήρ, «συγχωρεῖ δὲ ὁ κῶμος καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι», δηλ. ἀνδρικὴν ἐνδύεσθαι στολήν, Φιλόστρ. 766, πρβλ. Λουκ. Ἀναχ. 15· ἀντίκειται τῷ βαλακεύω, μαλθακίζομαι. 3) ἐπὶ αἰσχρᾶς σαρκικῆς μίξεως συγγίγνομαί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θηλύνομαι, ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο καὶ ἔπραττε καὶ ἔπασχε Δίων Κ. 79. 5.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
rendre fort comme un homme, fortifier;
Moy. ἀνδρίζομαι (seul. prés. et impf.) agir en homme, virilement.
Étymologie: ἀνήρ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνδραΐζ- Epiph.Const.Haer.66.33; ἀνδρεΐζ- Clem.Al.Strom.2.18.81, 4.7.48
I en v. act. hacer viril, endurecer (γῆ) γεωργοῦντας ἀνδρίζει (la tierra) endurece a los que la trabajan X.Oec.5.4
dar valor ἐὰν γὰρ θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ si la divinidad lo quiere y te da valor Pl.Tht.151d.
II en v. med.
1 alcanzar la virilidad τῷ σώματι ἀνδρίζεσθαι Luc.Anach.15, cf. Ar.Fr.744, Hyp.Fr.228, Clem.Al.Prot.11.111.
2 obrar virilmente, esforzadamente, resistir οἱ δὲ ὑπαντήσαντες ἀνδριζόμενοι ... διέβησαν X.An.4.3.34, ἀνδρίζεσθαι τὸν ἀστεῖον Plu.2.1046f, cf. Arist.EN 1115b4, LXX Io.1.6, 1Ep.Cor.16.13, μὴ ... ὀλιγοψυχήσητε ἀλλ' ἀνδρίζεσθε PPetr.2.40(a).13, PCair.Zen.79.4 (III a.C.), en act. mismo sent. ἄνδρισαι τῇ ἰσχύϊ σφόδρα LXX Na.2.2
de una mujer ἀνδρεϊζομένη Clem.Al.Strom.4.7.48, cf. Gr.Naz.M.35.797C
de animales ser intrépido τοὺς λέοντας φυσικῶς τολμᾶν καὶ ἀνδρίζεσθαι S.E.P.3.193
irón. hacerse el valiente ἐν οἴνῳ μὴ ἀνδρίζου LXX Si.31.25
esforzarse por ἵνα ἀναπληρῶ τοὺς φόρους para pagar los impuestos, PSI 326.10 (III a.C.).
3 vestir como un hombre συγχωρεῖ δὲ ὁ κῶμος καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι Philostr.Im.1.2, ἀνδρεΐζεσθαι ἡμᾶς βούλεται Clem.Al.Strom.2.18.81.
4 en sent. sexual o erót. comportarse como un hombre ἐπὶ τὴν γυναῖκα Philostr.VA 1.37, νῦν μὲν ἀνδρίζεσθαι καιρός Ach.Tat.2.10.1, περιπτυξάμενος αὐτὴν οἷός τε ἤμην ἀνδρίζεσθαι Ach.Tat.4.1.2, cf. fig. Philostr.Ep.54
de hombres tener relaciones homosexuales activas ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο D.C.79.5.5.