ἀρτόπωλις

From LSJ
Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτόπωλις Medium diacritics: ἀρτόπωλις Low diacritics: αρτόπωλις Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: artópōlis Transliteration B: artopōlis Transliteration C: artopolis Beta Code: a)rto/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of -πώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.).    2 as Adj., τηλία ἀ. baker's tray, Poll.9.108.

German (Pape)

[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. -πώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.

Spanish (DGE)

-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
αἱ Ἀρτοπώλιδες Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).