ἀστροθετέω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A class or group the stars (in constellations), Str.1.1.6 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 378] die Sterne ordnen zu einem Sternbilde, u. es benennen, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθετέω: ταξινομῶ ἢ κατατάσσω τοὺς ἀστέρας εἰς ἀστερισμούς, Στράβ. 3.
Spanish (DGE)
determinar la posición de los astros en v. pas. οὐδὲ γὰρ εἰκὸς ἦν πω τὴν ἑτέραν μὴ ἠστροθετῆσθαι Str.1.1.6, cf. Tat.Orat.9, Eust.Op.264.8.