ἀσκοπήρα
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ,
A scrip, wallet, Ar.Fr.577, Diph.55.2, prob. in Suet. Ner.45.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, Mantelsack, Ar. bei Poll. 10, 160; neben θύλακος Diphil. Poll. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοπήρα: ἡ, δερματίνη πήρα, σάκκος δερμάτινος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25.