ἀτενίζω

From LSJ
Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτενίζω Medium diacritics: ἀτενίζω Low diacritics: ατενίζω Capitals: ΑΤΕΝΙΖΩ
Transliteration A: atenízō Transliteration B: atenizō Transliteration C: atenizo Beta Code: a)teni/zw

English (LSJ)

   A look intently, gaze earnestly, τοῖς ὄμμασιν stare, Hp.Epid.7.10; εἴς τι Arist.Mete.343b12; πρός τι Id.Pr.959a24; of the eyes, ἀτενίζοντες αὐτῷ Ev.Luc.4.20, cf. Act.Ap.23.1, Placit.1.7; εἴς τι Plb.6.11.12, J. BJ5.12.3, S.E.P.1.75, etc.; εἴς τινα Act.Ap.6.15; εἰς τὸν θεόν Them. Or.4.51b; πρὸς τὸ ἐκείνου πρόσωπον Luc.Merc.Cond.11: abs., also of the eyes, Arist.Pr.957b18:—Pass., to be gazed upon, APl.4.204 (Praxit.).    II metaph. of the mind, ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arist. Ph.192a15; εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.p.96 W.; to be obstinate, Lync. ap. Ath.7.313f.

German (Pape)

[Seite 385] mit unverwandtem Blick hinsehen, εἴς τι Pol. 6, 11; Luc. Cont. 16; τινί N. T.; scharfsichtig sein, περὶ τῶν πολιτικῶν Pol. 24, 5. – Med., ebenso, aufmerksam betrachten, Simonid. 84 (Plan. 204).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτενίζω: μέλλ. -ίσω, βλέπω ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· πρός τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν πρός τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Ἀθήν. 313F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao.
être tendu fortement ; avoir les yeux tendus ou fixés sur, dat. ou εἰς ou πρός et l’acc..
Étymologie: ἀτενής.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. de pers. ref. a los ojos mirar fijamente ἀτενίσας τοῖς ὄμμασιν Hp.Epid.7.10
c. ac. de dir. mirar, contemplar atentamente, fijarse εἰς αὐτόν en un cuerpo celeste, Arist.Mete.343b12, cf. Plb.6.11.12, BGU 1816.25 (I a.C.), LXX 3Ma.2.26, S.E.P.1.75, Act.Ap.1.10, 7.55, Hld.7.27.3, 10.13.3, Them.Or.4.51b, Aristaenet.2.5.5
πρὸς μὲν τὰ ἄλλα Arist.Pr.959a24, cf. Plb.12.25f.2, 38.5.8, Aesop.117.2, Luc.Merc.Cond.11
c. dat. αὐτῷ Eu.Luc.4.20, 22.56, cf. Placit.1.7.4, PMag.4.556, 711
abs. ὁ ἕτερος (ὀφθαλμός) ἀτενίζει μᾶλλον el otro ojo se fija más Arist.Pr.957b18, τῷ γὰρ ἀτενίσαντι ἐν αἰθρίῳ καὶ ἀσελήνῳ νυκτί en observaciones astronómicas, Hipparch.1.6.14, τὰς ἀτενιζούσας ... κόρας las pupilas que miran fijamente Posidipp.Epigr.20.8.
2 fig. y ref. a la mente contemplar, atender εἰς τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βίου Antip.Stoic.3.256, εἰς τὸ πράγμα M.Ant.8.5, εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.48.29
atender a, procurar que ἵνα συμποιῶσιν LXX 1Es.6.27
c. περί y gen. tener buen juicio περὶ πολιτικῶν πραγμάτων Plb.23.5.8
abs. ἀτενίσας ἰδέ Plot.1.6.9.24.
3 ser tenaz u obstinado τοὺς ἀτενίζοντας καὶ μὴ συγκαθίεντας τῇ τιμῇ a los tenaces y que no quieren bajar el precio Lync. en Ath.313f.
II tr.
1 fijar, dirigir πρὸς τὸ κακοποιὸν ... τὴν διάνοιαν Arist.Ph.192a15.
2 en v. pas. ser contemplado, AP 16.204 (Ps.Simon.).