αὐθεντέω
English (LSJ)
A to have full power or authority over, τινός I Ep.Ti.2.12; πρός τινα BGU1208.37(i B. C.): c. inf., Lyd.Mag.3.42. 2 commit a murder, Sch.A.Eu.42.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθεντέω: αὐτοδικῶ, «αὐτοδικεῖν λέγε καὶ οὐκ αὐθεντεῖν» Θωμ. Μάγ. σ. 128· εἶμαι αὐθέντης, ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω αὐθεντεῖν ἀνδρὸς Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, β΄ 12· ἔχω αὐθεντίαν, κῦρος νόμου, Χρον. Ἀλεξ. a. 7. Ἰουστινιαν. σ. 619, 9. 2) ἐκτελῶν φόνον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir pleine autorité sur, gén..
Étymologie: αὐθέντης.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. subj. 2a pers. αὐθεντήσεις BGU 103.3 (VI/VII d.C.); perf. part. ac. sg. masc. ηὐθεντηκότα Sch.A.Eu.42a]
1 ejercer la autoridad σὺν αὐθεντοῦ σιν ἄναξιν Phld.Rh.2.133.14, de Dios εἰς τὸ ὄνομα ... τοῦ μὲν πατρὸς αὐθεντοῦντος Eus.E.Th.3.5, cf. Epiph.Const.Haer.69.75
•de abstr. ὁ μὲν (νόμος) ὑπηρετεῖ, ἡ δὲ (χάρις) αὐθεντεῖ Procl.CP M.65.816A
•c. gen. tener autoridad sobre ἀνδρός (como algo prohibido a la mujer) 1Ep.Ti.2.12
•astrol. dominar αὐθεντήσας (Saturno) τοῦ τε Ἑρμοῦ καὶ τῆς σελήνης Ptol.Tetr.3.14.10, cf. Cat.Cod.Astr.8.1.177
•c. ac. tener o tomar bajo la propia autoridad o dominio αὐθεντῆσαι ... τὰς γονικὰς ἡμῶν οἰκίας PLond.1708.38 (VI d.C.), cf. BGU l.c.
•c. prep. ac. ejercer la autoridad πρὸς αὐτόν BGU 1208.38 (I a.C.), περὶ τὸ πρᾶγμα Basil.Ep.69.1
•c. inf. tener autoridad para ἡ (sc. ἐξουσία) ... σιτήσεις ... αὐθεντοῦσα ταῖς πόλεσιν ἐπιδοῦναι Lyd.Mag.3.42, μήτε ... αὐθεντῆσαι ... ἀποσπάσασθαι ... οἱονδήποτε πρᾶγμα PMasp.151.174 (VI d.C.).
2 ser responsable de una muerte de Orestes νεωστὶ ἠυθεντηκότα Sch.A.l.c.