δυσπνοέω
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
Ion. δυσ-πνοιέω,
A breathe with difficulty, Aret.SD1.11, Gal.19.423.
German (Pape)
[Seite 687] ion. δυσπνοιέω Hippocr.; – 1) schwer athmen, Medic. – 2) übel riechen, Paul. Sil. baln. 30.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπνοέω: Ἰων. -πνοέω, μετὰ δυσκολίας ἀναπνέω, πάσχω δύσπνοιαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέω, Παυλ. Σιλ. Θερμ.30.
Spanish (DGE)
medic.
1 padecer disnea, respirar con dificultad Hp.Morb.1.12, Prorrh.2.3, Dsc.1.19.4, Sor.3.43.4, Androm. en Gal.13.114, Gal.19.423, Ruf. en Orib.7.26.15, Aët.3.175, Hippiatr.27.5, c. ac. int. δυσπνοοῦσιν οὗτοι τὴν ... δύσπνοιαν Gal.15.743.
2 de la respiración ser dificultosa o entrecortada δυσπνοεῖ ἡ ἀναπνοή Aret.SD 1.11.1.
3 impedir respirar, dificultar la respiración ὀδμὴ ... μυδῶσα, δυσπνοοῦσα Paul.Sil.Therm.Pyth.M.86.2263.