ἐνσκέλλω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep.ἐνισκ-,
A dry or wither up, μή τοι ένισκήλη . . Nic.Th. 694:—Pass., with pf. Act. ἐνέσκληκα, to be dry, withered, Hp.Morb. 1.28; ἐνεσκληκὼς γὰρ ἀνίαις AP12.166 (Asclep.): also of timber, to be dry, seasoned, A.R.3.1251.
German (Pape)
[Seite 852] (s. σκέλλω), eintrocknen, eindörren, von der Sonne, μή τι ἐνισκήλῃ νεαρὸν σκίναρ, Nic. Tb. 694. – Med. u. perf. act., eintrocknen, steif u. hart werden, Hippocr. u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1251; übertr., ἐνεσκληκὼς ἀνίαις Asclpds. 13 (XII, 166).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσκέλλω: καὶ ποιητ. ἐνισκέλλω, ξηραίνω, περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν σκίναρ Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166.
French (Bailly abrégé)
être endurci à, τινι.
Étymologie: ἐν, σκέλλω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισκ- Nic.Th.694
I secar μή τοι ἐνισκήλῃ ... σκίναρ para que no seque el cuerpo el sol, Nic.l.c.
II intr., en perf.
1 medic. estar seco, endurecido τοῦτο (φλέγμα καὶ χολή) ὑπὸ τῆς ξηρασίης ἐνέσκληκε Hp.Morb.1.28, cf. Aff.21, fig. de pers. ἐνεσκληκὼς γὰρ ἀνίαις AP 12.166 (Asclep.).
2 estar rígido o fijo en c. dat. δόρυ ... ἀαγὲς κρατερῇσιν ἐνεσκλήκει παλάμῃσιν la lanza irrompible estaba rígida en sus fuertes manos A.R.3.1251, fig. τοίη οἱ βούβρωστις ἐνέσκληκεν γενύεσσι tal es el hambre devoradora que reside en sus mandíbulas de un tipo de escorpión, Nic.Th.785.