νάρδινος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
η, ον,
A of nard, ν. μύρον oil of spikenard, Men.274, Plb.30.26.2; ἔλαιον ν. Edict.Diocl.Troez.27, al.; τὰ ν. Antiph.35.
German (Pape)
[Seite 229] von der Narde, bes. ἔλαιον, Nardenöl, μύρον, Pol. 31, 4, 2 Ath. X, 439 b Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νάρδινος: -η, -ον, ὁ ἐκ νάρδου, ν. μύρον, ἔλαιον ἐκ νάρδου, Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 3, Πολύβ. 31. 4, 2· οὕτω, τὰ νάρδινα Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.