ἀνανομή
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἡ,
A redistribution, Eur.Fr.748.
German (Pape)
[Seite 199] (νομή), ἡ, Wiedervertheilung, Eur. Temen. frg. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανομή: ἡ, ἐκ νέου διανομή, «ἀνανομήν· ἀναδασμόν· ἀνανέμειν γὰρ τὸ μερίζειν, Εὐριπίδης Τημένῳ» Ἡσύχ. Ἀποστ. Εὐρ. Τήμεν. 20.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ redistribución E.Fr.748, cf. Hsch.