χρυσεργός
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
όν,
A making or producing gold, Lyc.1352.
German (Pape)
[Seite 1380] Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, Λυκόφρων 1352· πρβλ. λινεργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ-εργός].