μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
ο, θηλ. ψευτοπροφήτισσα, Ν
άτομο που προφητεύει ψευτιές ή που παριστάνει τον προφήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + προφήτης.