ψιττάκη

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιττάκη Medium diacritics: ψιττάκη Low diacritics: ψιττάκη Capitals: ΨΙΤΤΑΚΗ
Transliteration A: psittákē Transliteration B: psittakē Transliteration C: psittaki Beta Code: yitta/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A v. ψιττακός.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.

Greek (Liddell-Scott)

ψιττάκη: ἴδε ἐν λέξ. ψιττακός.

Greek Monolingual

και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή του πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].