ψαλιδίζω

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

Ν ψαλίδι
1. κόβω με ψαλίδι
2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνωπάλι ψαλίδισαν τους μισθούς»)
β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω
3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα»
μτφ. (ως απειλή σε φλύαρο, αγενή ή αθυρόστομο) θα σέ εξαναγκάσω να σιωπήσεις.