ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν
1. το χτένι
2. μεγάλο χτένι
3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. του αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].