Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(I)
λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος.
ΠΑΡ. αερολόγημα].———————— (II)
(-έω)
Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω