Δαλματεῖς
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
οἱ, Dalmatians, Plb.12.5.2, Str.7.5.5:—also Δαλμάται, App.Ill.11: Δαλματία, ἡ, Str.7.5.3:—Adj. δακτυλοτικός, ή, όν, Id.7.5.5:—hence Δαλματική, ἡ, a robe, CPR21.16 (iii A.D.):—more freq. Δελμ-, Edict.Diocl.19.9, al., BGU93.7 (ii/iii A.D.):—Dim.Δελματίκιον, τό, Sammelb.1988, POxy.1026.10 (V A.D.):—also δερματική, PTeb.405.10 (iii A.D.):—Dim. δερματίκιν, PTeb.413.8 (ii/iii A.D.).
Spanish (DGE)
-έων, οἱ
• Alolema(s): Δελμ- Plb.12.5.2, App.Ill.11; Δαλμάται I.BI 2.370, App.Ill.11, 24; Δάλματοι Dam.Isid.91; Δελμάται D.C.49.38.2, 54.34.3
dalmateos o dálmatas pueblo de Iliria que habitaba la reg. de Dalmacia, Plb.l.c., Str.7.5.4, 5, 10, App.ll.cc., D.C.ll.cc., Dam.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Δαλμᾰτεῖς: οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Δαλματίας, Πολύβ. 12. 5, 2, Στράβ. 315· ὡσαύτως Δαλμάται [ᾰ] Ἀππ. Ἰλλυρ. 11· ‒ Δαλματία, ἡ, Στράβ.· ἐπίθ., -τικός, ή, όν, ὅθεν.
Russian (Dvoretsky)
Δαλματεῖς: έων οἱ жители Далматии Polyb.