Θεμιστόκλειος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de Thémistocle.
Étymologie: Θεμιστοκλέης.
Russian (Dvoretsky)
Θεμιστόκλειος: фемистоклов(ский) (στρατήγημα Plut.).