Κιλλικύριοι

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κιλλικύριοι Medium diacritics: Κιλλικύριοι Low diacritics: Κιλλικύριοι Capitals: ΚΙΛΛΙΚΥΡΙΟΙ
Transliteration A: Killikýrioi Transliteration B: Killikyrioi Transliteration C: Killikyrioi Beta Code: *killiku/rioi

English (LSJ)

or Καλλικύριοι, οἱ, Kallikyrioi, Kallikyrians, class of serfs at Syracuse, Arist. Fr.586, prob. in Hdt.7.155.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
classe d'esclaves, à Syracuse.
Étymologie: DELG sans explication.

Greek (Liddell-Scott)

Κιλλικύριοι: ἢ Καλλικύριοι, οἱ, τάξις δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ πλῆθος· ὅθεν τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· ἐντεῦθεν πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων.

German (Pape)

οἱ, s. Κυλλύριοι.

Russian (Dvoretsky)

Κιλλικύριοι: или Κυλλύριοι οἱ килли(ки)рии (особый разряд сиракузских рабов) Her.

Frisk Etymological English

Meaning: οἱ ἐπεισελθόντες γεωμόροι δοῦλοι δε ἦσαν οὗτοι καὶ τοὺς κυρίους ἐξέβαλον H. slaves in Syracuse.
Other forms: also Καλλικύριοι (Arist.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: See Paus. Gr. p. 188 Erbse. The name is unexplained.