Λύκαια
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τά, v. Λυκαῖος III.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
1 fêtes de Zeus Lykæos;
2 à Rome les Lupercales.
Étymologie: Λυκαῖος.
Russian (Dvoretsky)
Λύκαια: τά (sc. ἱερά)
1 ликеи (празднества в честь Зевса Ликейского Xen.);
2 Plut. = лат. Lupercalia.
Greek (Liddell-Scott)
Λύκαια: τά, ἴδε Λυκαῖος.
Greek Monolingual
Λύκαια, τὰ (Α) λύκαιον
εορτή με αγώνες προς τιμήν του Λυκαίου Διός στο όρος Λύκαιο της Αρκαδίας.
Greek Monotonic
Λύκαια: τά, βλ. Λυκαῖος.