Σφίγγα

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

η / Σφίγξ, -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῖξ, φικός, Α
1. μυθολογικό τέρας τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται συνήθως με πρόσωπο και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού
2. ομοίωμα ή παράσταση αυτού του τέρατος
3. (ως προσηγορικό) (για πρόσ.) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη σκέψη του, κρυψίνους
αρχ.
(ως προσηγορικό)
1. (για πρόσ.) άρπαγας, άπληστος
2. πόρνη
3. είδος πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», Αρτεμίδ. Ταρσ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Σφίγξ, -ιγγός έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το ρ. σφίγγω, λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, αρχικός τ. της οποίας θα πρέπει να θεωρηθεί ο Σφίξ, -ικός ή ο Φῖξ, -ικός (πρβλ. Φίκιον όρος)].