Ωκεανία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η, Ν ωκεανός
1. μία από τις πέντε ηπείρους, η οποία αποτελείται από τα νησιά του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού
2. φρ. «γλώσσες Ωκεανίας»
γλωσσ. ομάδα διάσπαρτων και με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους γλωσσών, η οποία αποτελεί κλάδο της αυστρονησιακής οικογένειας γλωσσών.