Ωκεανία

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source

Greek Monolingual

η, Ν ωκεανός
1. μία από τις πέντε ηπείρους, η οποία αποτελείται από τα νησιά του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού
2. φρ. «γλώσσες Ωκεανίας»
γλωσσ. ομάδα διάσπαρτων και με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους γλωσσών, η οποία αποτελεί κλάδο της αυστρονησιακής οικογένειας γλωσσών.