άγλυκος
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
και ανάγλυκος, -η, -ο γλυκός
1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός
2. άνοστος, αηδιαστικός.