άγρευση

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η (Α ἄγρευσις) ἀγρεύω
νεοελλ.
Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα)
η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο του βυθού της θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής της αλυσίδας της άγκυρας, του καλωδίου κ.λπ
αρχ.
σύλληψη, πιάσιμο.