άπαικτος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
κ. άπαιχτος, -η, -ο (Μ ἄπαικτος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν παίχτηκε
(«ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο
2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι
μσν.
ακατάλληλος για αστεϊσμό.