άρπαγας

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἅρπαξ, [-αγος], Μ και ἅρπαγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρπάζω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρπάγιον (-άγι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ
μσν.
δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ
(μσν.νεοελλ.) φιλάρπαξ (-αγας)].