άτεχνος

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεχνος, -ον) τέχνη
Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός
2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος
3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος
II. επίρρ. ατέχνως
αμελέτητα πρόχειρα
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ἄτεχνον
η ανεπιτηδειότητα
αρχ.
(για πρόσωπα) αυτός που αγνοεί τους κανόνες ή τις αρχές της τέχνης, που δεν έχει τεχνική μόρφωση, εμπειρικός.