άφτιαχτος
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Greek Monolingual
και -γος και -στος και άφκιαγος, -η, -ο
1. αυτός που δεν φτιάχτηκε ή που δεν μπορεί να φτιαχτεί, ακατασκεύαστος, ανεκτέλεστος
2. ακαλλώπιστος, ασυγύριστος.