έμψυχος

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμψυχος, -ον)
αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός
2. κρύος, ψυχρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα
τα ζώα.
επίρρ...
εμψύχως
ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά.