ίσχνανση

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἴσχνανσις) ισχναίνω
νεοελλ.
φυσιολογική ελάττωση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων
μσν.
εκλέπτυνση.